Sunday 31 August 2008

9 χρόνια σε 10 λεπτά

κι εκεί που πας ήρεμος ήρεμος στη δουλειά σου Παρασκευή πρωί να ξεμπερδεύεις και με αυτήν την ρημαδοβδομάδα, τσουπ!
τι το θελα να περάσω διερευνητικά το βλέμμα μου από το ταχυφαγείο (όπως θα έλεγε κι ο παπούς μου) στη γωνία Ακαδημίας και Μπενάκη;
η ανέμελη όψη της νιότης μου'ρθε κατακέφαλα!
προς στιγμήν σκέφτηκα: δεν έχουν σχολείο αυτά; τι τα βγάζουν στους δρόμους έτσι;
αμέσως επανήλθα στα κανονικά μου και συνειδητοποίησα ότι προφανώς και δεν έχουν σχολείο, γιατί είναι οι φετινοί επιτυχόντες στα πανεπιστήμια..
και με έναν γρήγορο υπολογισμό, κατάλαβα (απότομα, η αλήθεια είναι) ότι πάνε 9 ολόκληρα χρόνια από τότε που ήμουν εγώ στον Γρηγόρη και χαλβάδιαζα ανέμελα κι ένας "κύριος" με πουκάμισο πήγαινε στη δουλειά του απελπισμένος εξαιτίας μου..
επειδή όμως οι μηχανισμοί μου ακόμα δουλεύουν ήδη φτάνοντας στην Πανεπιστημίου είχα αρχίσει να κάνω έναν μίνι-απολογισμό αυτών των 9 ετών για να νιώσω καλά με τον εαυτό μου.. (αυτό με τη μανία μου να κάνω για τα πάντα απολογισμούς, λίστες, καταλόγους, κλπ πρέπει να το κοιτάξω μάλλον - εγώ το εντάσσω στον ψυχαναγκασμό μου, εσείς;)
και κάνοντας τον απολογισμό, ενώ προσπαθούσα να μην τρακάρω με τους υπόλοιπους πεζούς (μιας και κανείς δεν κοιτάζει δεξιά ή αριστερά του όταν περπατάει στην Αθήνα), χάρηκα. θυμήθηκα πολλά, σκέφτηκα ότι κέρδισα πολλά αυτά τα χρόνια, ότι παράλληλα έχασα ανθρώπους, αλλά κράτησα κιόλας άλλους, κατάλαβα ότι έχω κατακτήσει έναν άλλο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς σε σχέση με τότε (αυτό έλειπε, θα μου πείτε) και ξαναχάρηκα.
και φτάνοντας - καλώς ή κακώς - στη δουλειά, θυμήθηκα κάποια λόγια που είχε πει σε μια συναυλία η Χάρις Αλεξίου ως εισαγωγή για την Πανσεληνό.
και ακόμα πιο χαρούμενος με τον ευατό μου, που μέσα σε 10 λεπτά κατάφερα α) να καταπολεμήσω την απελπισία μου που μεγάλωσα, β) να κάνω έναν μίνι-απολογισμό της ζωής μου τα τελευταία 9 χρόνια, γ)να χαρώ με αυτό και δ) να βρω το μουσικό χαλί για όλη αυτήν την κινητικότητα του μυαλού μου, λέω να μοιραστώ μαζί σας τα λόγια της Χαρούλας (θα μου πείτε άλλο να τα διαβάζουμε κι άλλο να τα ακούμε, προφανώς στο γραπτό χάνει, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας..):

"όταν ξεκίνησα να τραγουδάω
ήμουν ένα παιδί
είμαι και τώρα..

κι ερωτεύτηκα
και μεγάλωσα

και ξαναερωτεύτηκα
και ξαναμεγάλωσα

κι ερωτεύτηκα πάλι
κι όταν ερωτεύτηκα πιο δυνατά από τις άλλες φορές

ξανάγινα παιδί
και...
ξαναερωτεύτηκα

κι όλα αυτά τα χρόνια κοντά σας
έχω μοιραστεί τόσα πολλά πράγματα
έχω αγαπήσει
έχω πονέσει
έχω ξεχάσει τις στεναχώριες,
το'χω γλεντήσει μαζί σας
κι έτσι θα κάνω
έτσι θα κάνω μέχρι το τέλος.."



υγ α μην ξεχάσω να ευχαριστήσω τον Θέμη για την αφορμή που μου έδωσε με το δικό του ποστ
υγ2 μετά τα τελευταία, μου/σας χρωστούσα κάτι πιο αλέγκρο, νομίζω..

Monday 18 August 2008

black n white.. only.

Ξύπνησε αγχωμένος. Πρώτη μέρα δουλειάς – πώς να μην αργήσει.. Γυμνός όπως ήταν σηκώθηκε, έφτιαξε μηχανικά τον καφέ του, άναψε ακόμα πιο μηχανικά ένα τσιγάρο και προσπάθησε να συνειδητοποιήσει ότι ξύπνησε. Άνοιξε το λαπτοπ παράλληλα, έτσι για να χαζέψει καμιά είδηση μαζί με το τσιγάρο και τον καφέ. Και είδε το μέιλ. Το άνοιξε και το στομάχι του μαγκώθηκε. Αυτόματη αντίδραση. Άρχισε να διαβάζει.




«Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μπερδεμένη πολιτεία ζούσαν ο V και ο Λ. Τυχαία, μια μέρα συνάντησαν ο ένας τον άλλον. Χαμογέλασαν και μέρα με τη μέρα, άρχισαν χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουν να χτίζουν ένα σπίτι. Δεν τους φάνηκε εύκολο, από τις πρώτες κιόλας μέρες. Ο καιρός ήταν βροχερός, οι γείτονες καχύποπτοι, τα υλικά ακριβά, άσε που δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στο πώς ήθελαν να είναι το σπίτι τους ακριβώς. Άλλο είχε στο μυαλό του ο V, άλλο ο Λ. Είχαν μαζέψει υλικά για το σπίτι τους από παλιότερα σπίτια, από το πατρικό τους, από σπίτια που ποτέ δεν έγιναν σπίτια ή από τα απομεινάρια παλιών σπιτιών. Μιας και δεν είχαν κάποιον έμπειρο αρχιτέκτονα να τους βοηθήσει στο σχέδιο ή εργολάβους να τους καθοδηγήσουν στο χτίσιμο, συχνά διαφωνούσαν. Έβαζαν τα υλικά το ένα πάνω στο άλλο, άλλοτε ενθουσιασμένοι, άλλοτε κουρασμένοι, μερικές φορές χωρίς καν να συζητήσουν για το πώς θα ήταν καλύτερο να τοποθετηθούν. Το σπίτι παρόλο που φορές φορές έμπαζε, ιδίως τις χειμωνιάτικες νύχτες - είχε με τον καιρό αρχίζει να γίνεται όμορφο. Μέσα και έξω. Ο V και ο Λ περνούσαν καλά στο σπίτι, γελούσαν, έκαναν βόλτες, μαγείρευαν.. Έκαναν προσπάθειες να βελτιώσουν την επικοινωνία τους. Κάποιες φορές όμως τσακώνονταν. Εκείνες τις φορές, οι γείτονες από τα διπλανά σπίτια άκουγαν τον V και τον Λ να γκρεμίζουν κομμάτια του σπιτιού τους, ακόμα και να τα πετάνε ο ένας στον άλλον. Κάποιοι προσπάθησαν να τους εξηγήσουν ότι τα κομμάτια που πετούσαν ήταν κομμάτια του σπιτιού τους. Αυτού του σπιτιού που προσπαθούσαν τόσους μήνες να το χτίσουν μαζί. Εκείνοι, τίποτα. Είχαν αφήσει τον πόνο να γίνει θυμός και μετά από τόσο καιρό δυσκολεύονταν να βρουν ποιο συναίσθημα είχε έρθει πρώτο. Ωστόσο, μέσα από αυτές τις δοκιμασίες – που συχνά οι ίδιοι έβαζαν στους ευατούς τους χωρίς να το καταλαβαίνουν καλά καλά – το σπίτι είχε καταφέρει να αντέξει όχι μόνο στη βροχή και τον αέρα, αλλά και στις ζημιές του V και του Λ. Η τελευταία τους διαφωνία έληξε με τον V και τον Λ αγκαλιασμένους, με δάκρυα στα μάτια. Ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένοι. Συζήτησαν ξανά και ξανά τις διαφορές τους. Ήρεμα κι έντονα. Συζήτησαν και τα αντικειμενικά εμπόδια που στο μεταξύ είχαν εμφανιστεί. Αυτή τη φορά οι γείτονες δεν τους άκουσαν. Ένιωσαν συναισθήματα σεβασμού για το σπίτι τους και δεν πείραξαν τίποτα. Και κατέληξαν στο ότι το σπίτι έπρεπε ή να μείνει μισοάδειο ή να το αφήσουν μισόχτιστο. Και έτσι τα βλέμματά τους απέφυγαν το σπίτι τους. Και εκείνοι πήραν το δρόμο της επιστροφής. Ο θυμός έφυγε και πήρε τη θέση του ο πόνος. Δικαιωματικά. Κι έμειναν από μακριά να κοιτάζουν το άδειο και μισόχτιστο σπίτι τους. Και να θυμούνται πώς ένιωθαν τότε που ζούσαν μέσα του. Και έτσι, ο πόνος έγινε το πρώτο υλικό που θα χρησιμοποιούσε ο καθένας τους στην επόμενη προσπάθεια να χτίσουν ένα σπίτι. Χωριστά όμως αυτή τη φορά».


Σκούπισε τα μάτια του. Το στομάχι ακόμα στη μέγκενη. Έπιασε το τηλέφωνο. Το άφησε αμέσως – σα να ηλεκτρίστηκε. Κοίταξε το ρολόι. Είχε ήδη αργήσει. Τα άφησε όλα όπως ήταν. Τον καφέ γεμάτο ακόμα, το τσιγάρο να καπνίζει στο τασάκι και το λαπτοπ να καίει. Ωραία ξεκινάει πάλι η σεζόν, σκέφτηκε και κατηφόρισε γρήγορα τα στενά των Εξαρχείων.



Tuesday 12 August 2008

..αφιερωμένο..

Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά


Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία…
ξαγρύπνησα μα είναι αργά
Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή…
Χάθηκα μες στη ζωή μου
Χάθηκες μέσα στη βροχή…

ΥΓ είναι γεγονός ότι δεν επανέρχομαι εύθυμα.. έχω ωστόσο από νωρίς απενοχοποιήσει το δικαίωμα σε οποιοδήποτε συναίσθημα, επιλέγω λοιπόν να ξεκινήσει η σεζόν με στίχους της Λούλας Αναγνωστάκη.. και βλέπουμε! καλώς σας βρήκα και πάλι