Monday 27 August 2007

Εσύ; Τι έχεις να περιμένεις;

"Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησέ με νάρθω μαζί σου."

Γ. Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Μοναχός. Μόνος. Αποκλεισμένος. Φυλακισμένος. Καταπιεσμένος. Αβοήθητος.

Πρέπει να έχω πατήσει το enter πάνω από 292.000 φορές όσο καιρό είμαι σε αυτή τη δουλειά. Ένα κουμπάκι είναι. Αλλά σήμερα βαρέθηκα. Μήπως να αρχίσω να πατάω το shift ή το alt, έτσι για αλλαγή; Και τι θα γίνει αν όλη μέρα πατάω λάθος κουμπί; Το πολύ πολύ να βγει ο μαλάκας από τη γραφειάρα του μόλις το πάρει χαμπάρι και να με απολύσει. Αφού με ξεφτιλίσει μπροστά σε όλους. Όπως έκανε με την Α. τις προάλλες. Κόντευε να βάλει τα κλάματα η καημένη. Τόσα χρόνια δουλεύει και αναγκάζεται να υπομένει τις παραξενιές του καθενός, επειδή τυχαίνει να είναι αυτός που πληρώνει. Και καλά εγώ. Εγώ δεν είμαι ούτε τριάντα ακόμα. Η Α. όμως; Δε μπορώ να βλέπω άλλο την οθόνη. Με νευριάζει. Και όσο βλέπω αυτό το ρημαδοτοπίο που έβαλα στο desktop είναι σα να μου φταίει αυτή η παραλία στη Σαντορίνη για όλα. Λες και τα ’χω μ’ αυτήν. Βαριέμαι. Από την πρώτη μέρα εδώ, βαριέμαι. Βαριεστημένες φάτσες γύρω παντού. Μόνο το παιδί που μας ανεβάζει τους καφέδες χαμογελάει. Κι αυτός επειδή δε δουλεύει εδώ. Και στην αρχή έλεγα θα κάτσω ίσα για να μαζέψω κανα φράγκο και να ψάξω κάτι στη μετάφραση. Με ρούφηξε το λογιστήριό τους, όμως, γαμώ την τύχη μου. Δε θέλω να πάρω σύνταξη από εδώ.. Αλλά έχω και τις δόσεις για το σπίτι, έχω και τη μαμά στο χωριό, έτσι θα την αφήσω; Αν δεν της στείλω εγώ ποιος θα της στείλει; Μόνη μου παλεύω να ξοφλήσω το σπίτι, μόνη μου να συντηρήσω τη μάνα μου, μόνη μου παλεύω με το τοπίο της Σαντορίνης κάθε μέρα, μόνη μου με τις φωνές του διευθυντή, τις απαιτήσεις του, τις υπερωρίες που δεν πληρώνομαι, μόνη με μια δουλειά που ούτε στα χειρότερα μου όνειρα δε θα φανταζόμουν. Μόνη να κοιτάω το enter τόση ώρα και να αρνούμαι να το πατήσω..

Wednesday 8 August 2007

Goatboy says...



"The world is like a ride at an amusement park.And when you choose to go on it, you think that it's real because that's how powerful our minds are.And the ride goes up and down and round and round.It has thrills and chills, and it's very brightly colored, and it's very loud and it's fun, for a while. Some people have been on the ride for a long time and they begin to question-is this real, or is this just a ride?And other people have remembered,and they come back to us.They say, Hey! Don't worry,don't be afraid, ever, because, this is just a ride.And we...kill those people.We have a lot invested in this ride.Look at my furrows of worry.Look at my big bank account and my family.This has to be real...It's just a ride.But we always kill those good guys who try and tell us that, you ever notice that? And let the demons run amok.But it doesn't matter because it's just a ride.And we can change it any time we want.It's only a choice. No effort,no work, no job,no savings and money.A choice, right now, between fear and love. The eyes of fear want you to put bigger locks on your doors, buy guns, close yourself off.The eyes of love, instead, see all of us as one.Here's what we can do to change the world,right now, to a better ride. Take all that money we spend on weapons and defence each year, and instead spend it feeding, clothing and educating the poor of the world, which it would pay many times over, not one human being excluded, and we would explore space, together, both inner and outer, for ever, in peace."

Bill Hicks (1961-1994)

Tuesday 7 August 2007

Το αδοκίμαστο..


Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα

Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο

Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.




Οδυσσέας Ελύτης, ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

Sunday 5 August 2007

Maybe tomorrow, I'll never sing again



And you will sing
as long as there's a song
the feelings never gone
it was the first time to be in love.
Maybe tomorrow, I'll never sing again
but I'll remember when
it was the first time to be in love...

Έτρεχα, έτρεχα, ώρα πολλή. Ώσπου κάποια στιγμή μου κόπηκε η ανάσα. Ακόμα καπνίζω δύο πακέτα τη μέρα, βλέπεις. Κι ακούμπησα πάνω σε ένα στύλο με μια αφίσα που ανήγγειλε την Έφη Θώδη στο πανηγύρι της τοπικής ενορίας για το Δεκαπενταύγουστο. Έκαιγε ο ήλιος. Ψυχή στο δρόμο. Να ήσουν εσύ όντως άραγε ή τζάμπα τόσο τρέξιμο; Κι αν ήσουν εσύ, αδυνάτισες τελικά που έλεγες ότι δεν μπορούσες κι όλες οι δίαιτες ήταν για τον πούτσο. Αλλά κι αν δεν ήσουν εσύ; Αν δεν ήσουν εσύ, τελικά πρέπει να είμαι όντως παρανοϊκός, όπως λέει ο Αντώνης. Εσύ ήσουν, δεν γίνεται να έκανα τόσο λάθος. Βέβαια έχω να σε δω κι ένα χρόνο κοντά. Από το περσινό καλοκαίρι. Στην κηδεία του αδερφού της Ιουλίας. Στην Παιανία, θυμάσαι; Δεν μου είχες μιλήσει στην αρχή. Αλλά κηδεία ήταν, όσο να πεις, τουλάχιστον για δυο – τρεις ώρες ήμασταν και οι δύο επηρεασμένοι από όλες αυτές τις σκέψεις περί ματαιότητας της ζωής και ούτω καθεξής. Σου πήγαιναν τα μαύρα. Αν και το θεώρησα υπερβολή να φοράς μαύρα με τέτοιο ήλιο. Άλλωστε από εμένα την είχες γνωρίσει την Ιουλία και τον αδερφό της άντε να τον είχες δει κανα δυο φορές σε γιορτές και γενέθλια. Μου είχε φανεί τόσο μεταφυσικό που ήρθες και μου μίλησες πάνω από τον τάφο του Χατζιδάκι. Ίσως επειδή ο αγαπημένος μας δίσκος ήταν το “Reflections”. Ήμουν σίγουρος τότε ότι εσύ δεν το έβλεπες έτσι, ως κάτι μοιραίο. Άλλωστε, όλα όσα συνέβαιναν στη ζωή σου θεωρούσες ότι τα καθόριζε η τύχη. Κι εγώ έμεινα να κοιτάω το μάρμαρο στον τάφο του Χατζιδάκι. 1925 – 1994. Και να αναρωτιέμαι αν η Παιανία έχει κάποιον άλλο λόγο ύπαρξης εκτός από τους ελαιώνες και τον τάφο του Χατζιδάκι. Και να θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι στην Περίσσα που η Ιουλία είχε φέρει τον αδερφό της «επειδή μόλις τον έχει χωρίσει η κοπέλα του και δεν έχει που να πάει». Σε κοιτούσα να απομακρύνεσαι και ήταν σα να συνειδητοποίησα, ένα χρόνο μετά, ότι δεν υπάρχεις στη ζωή μου. Ότι δεν εξαρτάται τίποτα πλέον στη ζωή μου από εσένα. Γιατί, ξέρεις, το μυαλό δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα. Ακόμα κι αν είχες φύγει τόσο καιρό, σε συντηρούσε μέσα μου η σκέψη. Αρκούσε μια στιγμή, πάνω από ένα λευκό μάρμαρο, δίπλα σε αναφιλητά και κατάρες στη ζωή που είναι άδικη, για να καταλάβω ότι δεν υπάρχεις. Ότι ούτε εγώ μπορώ πλέον να επηρεάσω σε τίποτα τη ζωή σου, ούτε εσύ τη δική μου. Ότι δεν υπάρχεις μες στην πραγματικότητά μου. Η εικόνα της πλάτης σου να απομακρύνεται. Αυτό μου έχει μείνει από τότε. Ούτε καν η μάνα της Ιουλίας που λιποθύμησε στον καφέ. Η εικόνα της πλάτης σου, το λευκό μάρμαρο και το Dedication.

Friday 3 August 2007

Έλα, ζωγράφισε την οικογένειά σου..

Η ζωγραφιά αυτή είναι δημιούργημα ενός παιδιού από το Νταρφούρ. Προσωπικά, δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται στο Νταρφούρ. Φταίει ότι οι ειδήσεις στη χώρα μας παραίεναι ελληνοκεντρικές, φταίει ότι κι εγώ δεν έχω ενδιαφερθεί ιδιαίτερα – ίσως επειδή θεωρώ ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Αλλά βλέποντας αυτή τη ζωγραφιά στα σημερινά Νέα, μου είναι δύσκολο να μην κοντοσταθώ λίγο. Και να σκεφτώ ότι η αθώα φαινομενικά φράση «ζωγράφισε την οικογένειά σου, το σπίτι σου» χάνει την αθωότητά της όταν απευθύνεται σε ένα παιδί στο Νταρφούρ και σε κάθε Νταρφούρ. Με τρομάζει πόσο φυσικό κι αυθόρμητο είναι για αυτό το παιδί να ζωγραφίσει βομβαρδισμούς, στρατιώτες, τεθωρακισμένα, νεκρούς, εκεί που εγώ στην ίδια ηλικία θα ζωγράφιζα δέντρα, πουλιά και ανθρώπους χαμογελαστούς. Κι ο μόνος καπνός στη ζωγραφιά μου θα ήταν ο καπνός που βγαίνει από το τζάκι του σπιτιού…





Thursday 2 August 2007

Έρωτας..

'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.
Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού.

Τάσος Λειβαδίτης