Friday 30 November 2007

Να παίξουμε συγκρουόμενα, μωρό μου;


Είναι τελείως γοητευτικό. Ξαφνικά, ανοίγει ένα παράθυρο. Μισάνοιχτο.

Και συνειδητοποιώ ότι το μυαλό μου είναι περιορισμένο.

Ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος να σκεφτώ.

Υπάρχει κι άλλος τρόπος να αντιληφθείς τα πράγματα, τις σχέσεις, τους τσακωμούς, τα φιλιά, τα χάδια, την ένταση. Τον έρωτα. Καταρρέει το οικοδομήμα μέσα στο μυαλό μου, που έφτιαξα με τόσο κόπο τόσα χρόνια, ενισχύοντας το εγώ μου και απορρίπτοντας όσες οπτικές δε με βόλευαν. Και στη θέση αυτού του οικοδομήματος, του άκαμπτου και μονοκόμματου, έρχεται ένα καινούριο. Πιο δύσκολο να χτιστεί απ' ό,τι το προηγούμενο. Γιατί; Γιατί αυτό πια πρέπει να το χτίσω λαμβάνοντας υπόψιν μου και τον τρόπο του άλλου. Να συνθέσω, λοιπόν. Να μην κρατήσω μόνο ό,τι μου κάνει. Πιο δύσκολο αυτό το χτίσιμο. Και πιο αργό. Ίσως και πιο επώδυνο και επισφαλές.

Είναι κέρδος όμως. Γιατί ξαφνικά, δυο τρία χρόνια πριν τα τριάντα, καταλαβαίνω, νιώθω ότι μπορώ να είμαι δίπλα σου, όσες διαφωνίες και να έχουμε. Για όσα θέματα κι αν διαφωνούμε. Καταλαβαίνω, νιώθω ότι η σύγκρουση δεν είναι απαραίτητα μόνο κάτι κακό. Και δεν αρκεί από μόνη της για να φύγω από κόντα σου, για να μας χωρίσει, όπως έκανα ως τώρα. Μπορεί να γίνει και μέσον που θα μας ενώσει.

Με γοητεύει, λοιπόν, όλα αυτό. Κυρίως, γιατί ξαφνικά με άφησα να νιώσω, να βιώσω ότι μπορώ να γίνω πιο ευέλικτος, πιο λάσκα, να δεχτώ ότι τα πράγματα, η ζωή, οι σχέσεις δεν είναι μόνο έτσι όπως τις αντιλαμβάνομαι εγώ ως τώρα. Σε ευχαριστώ.

Wednesday 21 November 2007

Άφησε με νάρθω μαζί σου..


Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (απόσπασμα)

Άφησε με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι - δεν θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησε με νάρθω μαζί σου.

Όταν δεν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μέσα στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάκτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια – δεν θέλω να τ’ακούσω. Σώπα.

Άφησε με νάρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια και αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη και άυλη τόσο θετική σαν μεταφυσική, που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις, πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος και η φθορά του. Άφησε με νάρθω μαζί σου.

Θα καθήσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου σαν τον θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν…. το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στην δόξα και στο θανατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με νάρθω μαζί σου.


Γ. Ρίτσος

Saturday 17 November 2007

Τα Παιδιά..

Κάθε χρόνο, όταν βλέπω στην τηλεόραση τη σκηνή που εισβάλλει το τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου, ανατριχιάζω. Κάθε φορά. Άνθρωποι κρεμασμένοι στην πύλη, σκοτάδι, το φως του τανκ. Το τανκ προχωρά, η πύλη τραντάζεται, οι άνθρωποι πέφτουν. Η πύλη υποχωρεί. Το τανκ εισβάλλει στο Πολυτεχνείο. Κι εγώ πάλι ανατριχιάζω. Ίσως να ακούγεται περίεργο, υπερβολικό, γραφικό σε άλλους. Δεν ξέρω. Και δε με νοιάζει, κιόλας. Για μένα το Πολυτεχνείο ήταν η πρώτη εικόνα που είχα σχετικά με την πολιτική. Ήταν το ερέθισμα που με πολιτικοποίησε. Θυμάμαι ακόμα αυτό το συναίσθημα της συγκίνησης που ένιωσα όταν ήμουν στο Δημοτικό και μου μίλησε η μάνα μου για το Πολυτεχνείο. Και για "Τα Παιδιά". Κι αυτό το συναίσθημα της συγκίνησης επανερχόταν στις σχολικές γιορτές, στις συζητήσεις, στις εκπομπές στην τηλεόραση, ώσπου κορυφώθηκε όταν με πήγε η μάνα μου στο Πολυτεχνείο, να αφήσω ένα γαρύφαλλο. Χαίρομαι κάθε φορά που ανατριχιάζω με την εικόνα της εισβολής του τανκ. Ίσως κι επειδή θυμάμαι αυτό το παιδί των εφτά χρονών που άκουγε με δέος την ιστορία για "Τα Παιδιά" που κλείστηκαν στο πανεπιστήμιό τους και ρίξανε τη χούντα.

Υ.Γ. Το γαρύφαλλό σου δεν το άφησα τελικά σήμερα. Συγγνώμη. Για το δικό μου δε με πειράζει τόσο, επειδή το Πολυτεχνείο όπως βλέπεις το έχω μέσα μου. Με πιάνεις κι εσύ,ε; Έτσι μπράβο!

Thursday 1 November 2007

περί φυγής και κυριαρχίας


«Εκείνο που του ζητούσα με την εξαφάνισή μου ήταν εγκατάσταση. Κυριαρχείς πάνω στον άλλον, καταργώντας τον με μια φυγή», έλεγε η Μαλβίνα. Κι έπιασα τον εαυτό μου να φεύγει. Πολλές φορές. Από σχέσεις φιλικές και ερωτικές. Ίσως η φυγή να δηλώνει κάτι παραπάνω από το προφανές, το ότι αποφεύγεις δηλαδή να αντιμετωπίσεις την κατάσταση. Ίσως λίγο πιο βαθιά να προσπαθείς όντως να κυριαρχήσεις πάνω στον άλλον, να τον απαξιώσεις, να τον περιφρονήσεις, να τον καταργήσεις. Ακραία εγωιστικό. Ίσως και συμπλεγματικό. Γιατί αν δεν μπορείς να κυριαρχήσεις στον άλλον με την παρουσία σου, αν δεν μπορείς να δείξεις το συναίσθημά σου, ακόμα κι όταν αυτό είναι η απαξίωση, με λόγια και πράξεις, κάτι έχεις χάσει στο δρόμο.. Ωστόσο, κι η απουσία μιλάει. Και η φυγή δηλώνει πράγματα, συναισθήματα. Είναι μια στάση. Φαίνεται εύκολη. Ευκολότερη από το να μείνεις εκεί, να σταθείς απέναντι στον όποιον άλλο και να τον καταργήσεις λεκτικά. Τελικά όμως ίσως και να μην είναι τόσο εύκολη. Γιατί η περιφρόνηση και η απαξίωση ενός σημαντικού άλλου σημαίνει αυτόματα και μια δική σου αυτο-απαξίωση. Ένα κομμάτι του εαυτού σου που συνδέθηκε με αυτόν τον άλλο, ακυρώνεται, καταργείται κι αυτό. Και από τον εαυτό σου δε μπορείς να φύγεις. Συνήθως, δηλαδή.