Monday 30 July 2007

Για να μη μένει ο παραλήπτης βουβός, αδιάφορος, παθητικός..

Πέθανε σήμερα ο Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο σπίτι του στο νησί Φάρο της Σουηδίας στη Βαλτική. Ήταν 89 ετών.
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ για τον Μπέργκμαν:

«Πιστεύω ότι ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ο Βιτόριο ντε Σίκα και ο Φεντερίκο Φελίνι είναι οι μοναδικοί σκηνοθέτες στον κόσμο ολόκληρο που δεν "οπορτουνίζουν" καλλιτεχνικά. Τι εννοώ; Οτι δεν περιμένουν στις καρέκλες τους μπας και τους στείλουν ένα καλό σενάριο για να το γυρίσουν ταινία. Εχουν άποψη, που την εκφράζουν διαρκώς στα φιλμ τους και είτε γράφουν σενάρια από μόνοι τους είτε παραγγέλνουν σενάρια με συγκεκριμένες προδιαγραφές».


Ο Μπέργκμαν για το θέατρο:

«Πιστεύω ότι η τέχνη μας είναι ηθική. Λέγοντας ηθική, εννοώ ότι υπακούει σε νόμους. Αν παραβιάσεις το νόμο, τιμωρείσαι. Και η ποινή είναι πάντα η ίδια: δεν θα καταφέρεις να αγγίξεις το θεατή. Ο παραλήπτης θα μείνει βουβός, αδιάφορος, παθητικός. Οπότε, μάταια παίζεις, η ύπαρξή σου δεν έχει πια καμιά δικαίωση, θα μπορούσες και να 'χεις πεθάνει».

Η παρτίδα σκάκι με το Χάρο είναι από την ταινία «Η Έβδομη Σφραγίδα».

Saturday 28 July 2007

Πέρασε κιόλας ενάμισης χρόνος από εκείνη την Πρωτοχρονιά. Ακόμα πιάνω τον εαυτό μου να επαναφέρει στη μνήμη την εικόνα σου, καμιά φορά που περνάω – τυχαία πια – από τη μικρή στοά πίσω από το βιβλιοπωλείο. Το στομάχι ξαφνικά να γίνεται κόμπος, ένα κάψιμο να ξεκινάει από το λαιμό και να κατεβαίνει προς τα κάτω, οι παλμοί να ανεβαίνουν, το στόμα να στεγνώνει. Κι όμως τα μάτια μου καρφωμένα πάνω σου κι εγώ να χαμογελώ αμήχανα κι αυθόρμητα. Προσπάθησα πολύ αλλά την έδιωξα την εικόνα σου. Τελικά, μου πήρε καιρό αλλά κατάλαβα ότι δεν προσπαθούσα να διώξω εσένα. Το νιώθω πολύ έντονα πλέον. Προσπαθούσα να διώξω – και μάλλον τα κατάφερα – ό,τι προσωποποίησες τότε για μένα. Την ευτυχία, τον έρωτα, τον ενθουσιασμό, το χαμόγελο, το φλερτ που καταλήγει στη σχέση, αυτήν την αμηχανία με το που βλέπεις τον άλλο και σκέφτεσαι «τώρα με κοιτάει ή όχι; με θέλει ή όχι; να του μιλήσω; κι αν του μιλήσω τι να του πω;», αυτό έδιωξα. Στην προσπάθεια μου να σε ξεπεράσω, να ξεπεράσω αυτά που ένιωσα τότε δηλαδή, πάγωσα τον εαυτό μου, τον μπλόκαρα. Και από τότε αναλώθηκα σε καταστάσεις αδιέξοδες, που φαίνονταν από την αρχή ότι δεν θα μπορούσαν να καταλήξουν αλλού. Κι αν ακόμα μπορούσαν δεν τις άφηνα εγώ. Σα να είχα μάθει ότι δεν θα μου ξανασυμβεί αυτό. Σα να μην ήθελα να μου ξανασυμβεί αυτό. Σα να με τιμωρούσα στην απογοήτευση. Δε θέλω να πιστεύω ότι είναι οριστικό. Στην ανθρώπινη φύση ίσως να μην είναι τίποτα οριστικό. Ίσως να είναι όντως όλα ρευστά και ευμετάβλητα. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι τώρα νιώθω έτσι, νιώθω μια ψυχική κούραση με την ιδέα και μόνο ότι θα μπω στη διαδικασία να φλερτάρω, να διεκδικήσω, να νιώσω κάτι δυνατό, του οποίου όμως κανείς δε μπορεί να εγγυηθεί το επιτυχές αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και αναλώνομαι σε καταστάσεις εύκολες κι ανθρώπους αδιάφορους. Γιατί ίσως να έχει περισσότερη ασφάλεια. Γιατί σίγουρα έχει περισσότερη ασφάλεια μια εμπλοκή με κάποιον που διαρκεί δύο ώρες και αφού περάσουν αυτές οι δύο ώρες εσύ μπορείς πολύ αυθόρμητα να σκέφτεσαι τη λίστα με τα ψώνια. Δε φταις εσύ προφανώς. Γιατί εσύ δεν υπάρχεις στη ζωή μου, την καθημερινότητά μου εδώ και ενάμιση χρόνο. Και δεν φταις εσύ επίσης, γιατί θα μπορούσες να ήσουν ο οποιοσδήποτε εσύ. Έτυχε να είσαι εσύ εκείνη την Πρωτοχρονιά που περνούσες από τη μικρή στοά πίσω από το βιβλιοπωλείο την ώρα που περνούσα κι εγώ για να πάρω δώρο στον Β. Ώρες ώρες αναρωτιόμουν τι θα γινόταν αν τελικά είχαμε συμφωνήσει με την Ε. και του είχαμε πάρει μαζί εκείνο το πουλόβερ. Δε θα περνούσα από τη στοά εκείνη την Πέμπτη το απόγευμα. Δεν έχει να λέει, βέβαια. Θα περνούσα από μια άλλη στοά, θα γνώριζα έναν άλλον εσύ και τα πράγματα θα είχαν γίνει κάπως έτσι, ίσως και ακριβώς έτσι.

Tuesday 24 July 2007

Απ’ το παράθυρό μου βλέπω..

Κυριακή απόγευμα. Την ώρα που όλη η Αθήνα καταριέται τον καύσωνα – ή μάλλον η μισή Αθήνα καταριέται που έμεινε σπίτι με τον καύσωνα και η άλλη μισή που δεν έμεινε σπίτι με τον καύσωνα. Στον Κεραμεικό. Στα σύνορα με το Μεταξουργείο. Στον πεζόδρομο η απόλυτη ησυχία. Να πάρω τσιγάρα πριν πάω σπίτι. Η κυρα-Ντίνα έχει κλείσει το ψιλικατζίδικο απέναντι ώρα τώρα. Θα της χάλασε ο ανεμιστήρας πάλι. Τρία παιδιά πετάνε μια μπάλα μπάσκετ σε ένα παράθυρο – προσομοίωση μπασκέτας. Στιγμιαία προσπαθώ να μαντέψω πως μετράνε τους πόντους.. Μια μουσική ακούγεται παράλληλα με τον κρότο της μπάλας. Από το παρακάτω στενό εμφανίζεται ένας τύπος με ένα ακορντεόν γραπωμένο στον ώμο του. Συντονισμένος στο ρυθμό του καύσωνα – ή και της μπάλας του μπάσκετ – περπατάει αργά αλλά ρυθμικά. Παίζει τα «Παιδιά του Πειραιά» και έχει το βλέμμα καρφωμένο σε ένα μπαλκόνι. Δε θα βρω τσιγάρα, να δεις. Τον ξανακοιτάω, τι να κάνει απογεματιάτικα; Καντάδα; Ανοίγω τη μπαλκονόπορτα, χαζεύω τις γλάστρες, μια γυναίκα που απλώνει απέναντι, ένα καινούριο γκράφιτι στον τοίχο, συμπαθητικό φαίνεται, την ταμπέλα «Χο-Τσιγκ Πι-Τζα-Μα», τη μπάλα να ανεβοκατεβαίνει στο παράθυρο, – όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Ο τύπος με το ακορντεόν συνεχίζει να έχει το βλέμμα στραμμένο στην ίδια κατεύθυνση, με τη διαφορά ότι συνεχίζει να ανηφορίζει τον πεζόδρομο. Τελικά δεν κάνει καντάδα, μάλλον. Ή αν κάνει, απλά κάνει σε όλους μας. Ή μπορεί, ακόμα πιο απλά, να περιμένει για κάποιο χειροκρότημα πίσω από τα κλειστά πατζούρια. Τη χτυπάει ο ήλιος αυτή την πλευρά, βλέπεις.

Wednesday 18 July 2007

Κι ένα γερασμένο πρόσωπο έχει την ομορφιά του..

Το άκουσα χτες στην τηλεόραση. Το είπε η Αλέκα η Παΐζη. Τη θυμάσαι; Που την είχαμε δει Εκάβη στην Επίδαυρο τον Αύγουστο του ’88; Ή το ’87 ήταν. Το ’87 με τον μεγάλο καύσωνα. Τότε που ψόφησε η κότα που κρατούσα στην ταράτσα. Και μου το έλεγες, αλλά ήθελα να έχω κάτι από τις θύμισες στο χωριό, τι να έκανα; Το είπε που λες η Παΐζη. Τη ρώτησε ο δημοσιογράφος αν νιώθει άσχημα που γέρασε. Άκου ερώτηση. Ντράπηκα εγώ, παιδί μου, μόλις τον άκουσα. Εκείνη όμως τίποτα. Αντίθετα, να δεις, γέλασε αυτή, σαν παιδί, και είπε αυτό. "Κι ένα γερασμένο πρόσωπο έχει την ομορφιά του".
Με βαραίνουν οι ρυτίδες στο έχω πει ε; Και με βαραίνει πιο πολύ σαν κοιτάω τις φωτογραφίες και όλοι έχουν φύγει. Πρόπερσι που έφυγε ο θείος σου ο Ν. το κατάλαβα. Η πιο μεγάλη στην κηδεία ήμουν. Και το ένιωσα στα μάτια του κόσμου. Αλλά δεν είναι ο θάνατος. Μη σου πω ότι όσο μεγαλώνω τόσο τη συνηθίζω. Είναι η μοναξιά, μικρή μου. Αλλά τι χαρά πήρα χτες που είδα την Παΐζη δε φαντάζεσαι. Ξέρεις πως γελούσε; Σα δέκα χρονώ κορίτσι. Κι έπαιξε πιάνο και τραγούδησε κιόλας. Κι όσο την έβλεπα ένιωσα ότι θα ήθελα να ήταν φίλη μου. Ωραίος άνθρωπος.
Ήταν στην Αντίσταση, στην εξορία στο Τρίκερι. Θα ξέρει και την Ρ., την ξαδέρφη του πατέρα σου, που είναι στο Μόναχο τώρα. Έχουμε να μιλήσουμε από τότε που χάσαμε τον πατέρα σου με την Ρ.
Χτες όμως κοιμήθηκα χαρούμενη μετά από πολύ καιρό. Μπορεί να είναι και ιδέα μου αλλά σα να μου πέρασε ο πόνος στο πόδι - από το χτύπημα που είχε κακοφορμίσει, θυμάσαι; Όσο έβλεπα την εκπομπή τόσο χαμογελούσα. Ας είναι. Σε αφήνω τώρα καρδιά μου.
Κάνε μου μια χάρη. Έπαιζε λέει πέρσι στο Εθνικό. Αν παίξει και φέτο, πήγαινε να την δεις και πες της τι χαρά μου έδωσε. Φίλησε τη σταυρωτά. "Ευχαριστώ" πες της. "Από τη μαμά μου". Μην το ξεχάσεις, ναι;
Θα σου ξαναγράψω.

Tuesday 17 July 2007

Το χοιρινό της μαμάς δεν αρπάζει ποτέ..

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Δυο τρία μικρά κομματάκια σοβά προσγειώθηκαν στο πάτωμα. Δίπλα στα άλλα κομματάκια από χτες. Η Β. κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Οχτώ χρόνια τώρα η ίδια ιστορία. Όχι οχτώ, ψέματα. Τα δύο πρώτα που μέναμε μόνοι μας καλά ήταν. Μετά ήρθε ο μικρός. Δεν είχα πρόβλημα να τον μεγαλώσουμε οι δυο μας κι ας έλειπε ο Κ. για δουλειές συχνά. Επέμενα πολύ. Δεν ήθελα να μείνουμε με τη μάνα του. Αυτό το πνίξιμο που ένιωθα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό ήθελα να αποφύγω. Τη χοντρή φιγούρα της μάνας με το μεγάλο στήθος και τη δυνατή, στριγκιά φωνή. Της μάνας που ξέρει καλύτερα πώς να φτιάξει το χοιρινό για να μην αρπάξει, πώς να πλύνει το πουλόβερ χωρίς να γαριάσει, πώς να χαμογελάσει στη συμπεθέρα για να μην παρεξηγηθεί, πως θα μαλώσει το μικρό για να μην καλομάθει, πως θα ζήσεις τη ζωή σου για να μην την ζήσεις. Και τελικά δεν το απέφυγα. Η χοντρή φιγούρα μας υποδέχτηκε όλο χαρά, εμένα και τον μικρό, και ήταν σα να έγινε πιο χοντρή από την ώρα που μπήκαμε στο σπίτι, σα να φούσκωσε, να παραγέμισε καινούριες αρμοδιότητες, ευθύνες, εντολές, φωνές. Έξι χρόνια στο σπίτι της μάνας του. Με την αδερφή του. Κι αυτόν να μπαινοβγαίνει όποτε θέλει, συνήθως δύο ώρες το μεσημέρι, να κάνει μπάνιο, να φάει (το χοιρινό της μαμάς που δεν αρπάζει ποτέ) και να κοιμηθεί μισή ώρα, ίσα για να πάρει δύναμη για την πρέφα στη λέσχη μετά – ή την μπιρίμπα, δεν ξέρω και δε με νοιάζει, σάμπως κερδίζει ποτέ; Η μάνα μου φταίει. Δεκάξι χρονών με άφησε να τον πάρω. Γιατί δε με άφησε να πάρω τον Α.; Αφού ήξερε πόσο αγαπιόμασταν. Θα μου πεις πώς να εμπιστευτείς το συναίσθημα ενός κοριτσιού σε αυτήν την ηλικία. Η μάνα μου φταίει. Που δε με πίεσε να τελειώσω το σχολείο. Που μου είπε εσύ είσαι κορίτσι, δεν χρειάζεται να μάθεις γράμματα. Που δε με πήρε μαζί της στο νησί και με άφησε στο σπίτι της χοντρής φιγούρας. Που με παίρνει μια φορά τη βδομάδα κι όταν αρχίζω να παραπονιέμαι μου λέει ότι η δικιά μας η φυλή μας έτσι είναι και να κοιτάξω να σώσω το γάμο μου. Να σώσω το γάμο μου, να μη μας πιάσει στο στόμα της η γειτονιά, να, να… Τη μελανιά στον αριστερό μου ώμο τι να την κάνω μαμά; Είδα τον Α. χτες. Στην εκκλησία. Η κόρη του μεγάλωσε. Πρέπει να είναι ένα χρόνο μικρότερη από τον δικό μου. Σα να πήρε κανά κιλό η γυναίκα του. Δεν τον κοίταξα. Οχτώ χρόνια μετά ο ίδιος κόμπος. Μαμά. Εσύ φταις.

Monday 16 July 2007

Θέλουμε να γίνουμε μπουρζουά;


"Gays and lesbians have made remarkably fast progress in the intervening years, although viewed on a day-to-day basis it seems painfully slow. Millions of gays are now out of the closet, public support for the acceptance of gays is growing, substantial majorities favor ending the military ban on gays, gay marriage or full civil unions enjoy majority support, and more. The combined effect of our everyday visibility and the cogency of our arguments continue to undermine long-standing and deeply rooted prejudice. That is something to celebrate in the run-up to our late June festivities. […] Far from being radicals of any sort, most of us are just plain ol' bourgeois. How much more bourgeois can you be than wanting to marry the person you love and wanting to serve in the military? What we want, in short, is full inclusion in society--something we had (at considerable psychological cost) when we were all in the closet, and something we still deserve now that we are out."

"Becoming Bourgeois" by
Paul Varnell. First published in the Chicago Free Press, June 20, 2007


Friday 13 July 2007

Πενήντα καλοκαίρια και χειμώνες..





Το Φεστιβάλ Αθηνών δίνει - για δεύτερο καλοκαίρι - την ευκαιρία να παρακολουθήσει κανείς παραστάσεις και θεάματα που εντυπωσιάσουν σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Χαζεύοντας το site του, σήμερα το πρωί, παρακολούθησα τη σκέψη μου να ταξιδεύει στις εικόνες και να επικεντρώνεται σε τέσσερα πρόσωπα, τέσσερις γυναίκες ηθοποιούς, με ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι και οι τέσσερις γύρω στα πενήντα.
Η Viviane de Muynck, επιβλητική φυσιογνωμία του βελγικού θεάτρου και εξίσου επιβλητική ως Ισαβέλλα στο "Δωμάτιο της Ισαβέλλας" (Jan Lauwers & Needcompany), εκπέμπει ζωντάνια, χαρά αλλά και έναν υποδόρροιο κυνισμό .
Η Eszter Csákányi, σπαραχτική Ιρίνα Νικολάγιεβνα στην εκδοχή του "Γλάρου" από το Krétakör Company της Βουδαπέστης, ακροβατεί γοητευτικά ανάμεσα στην ματαιοδοξία της ηθοποιού και την ανησυχία της μάνας - ταυτόχρονα φλερτάρει με νάζι εικοσάρας με το κοινό!
Η Juliana Carneiro da Cunha μαγνητίζει στους "Εφήμερους" της Ariane Mnouchkine, δημιουργεί ένα πρόσωπο οικείο, γνώριμο αλλά ταυτόχρονα δυναμικό. Από τη μεγαλοαστή που μαθαίνει ότι χάνει το γιο της σε δυστύχημα, στην γιατρό που χαρίζει ένα χαμόγελο κι ένα χάδι στην σχιζοφρενή ασθενή της, από τη νταντά μιας εβραιοπούλας στον Β' Παγκόσμιο στην ισπανόφωνη γιαγιά που αναζητά την τρυφερότητα μετά από τόσα χρόνια γάμου...
Τέλος, η Isabelle Huppert, Μαρκησία ντε Μερτέιγ στο "Κουαρτέτο" του Heiner Müller με τη ματιά του Bob Wilson, κυριολεκτικά δε σου αφήνει περιθώρια να ανεβάσεις τα μάτια στους υπέρτιτλους. Προτιμάς να βλέπεις την εικόνα της παρά να διαβάζεις την μετάφραση του λόγου της. Η παράσταση είναι αυτή που είναι, γιατί είναι εκεί η Huppert. Δυναμική, ανασφαλής, τρυφερή, κατακλυσμιαία.
Φόβος, χαρά, ωριμότητα, ανασφάλεια, κυνισμός, τρυφερότητα, πόνος, αδιαφορία, χαμόγελο, μοναξιά.. γοητεία!

Thursday 12 July 2007

Το ίδιο είμαστε



18 χρονών, 23, 24, 17.. δεν έχει σημασία. "Όλοι το ίδιο είμαστε", σου λένε. Το πιστεύουν; Ή τέλος πάντων πόσο εύκολο είναι και για τους ίδιους να το πιστέψουν απόλυτα, όταν ο διαχωρισμός δεν είναι σημειολογικός, αλλά και χωροταξικός; Όσο και να αντιστέκεσαι στην αρχή, όσο και να λες "θα κάνω υπομονή, δεν θα το αφήσω να με καταπιεί", κάποια στιγμή έρχεται αυτή η γνωστική ασυμφωνία. Και χωρίς καν να το αποφασίσεις, προσαρμόζεσαι. Για να επιβιώσεις.. Διαδικασία συνήθης σε τόσες πτυχές της καθημερινότητας. Αλλά εκεί πια, δε βλέπεις τα σημάδια της ιδρυματοποίησης. Ο Χρ. δεν έχει μεγάλη διαφορά με τον Κ. ο οποίος επιλέγει να μη βγει από το στρατόπεδο στην έξοδό του γιατί "πού να τρέχεις τώρα", δεν έχει διαφορά ούτε με την Β. που είναι σίγουρη ότι δεν μπορεί να αποφασίσει η ίδια να αφήσει τον άντρα της κι ας την έχει κλεισμένη σπίτι όλη τη μέρα, δεν έχει διαφορά με τον Λ. του οποίου η ζωή αρχίζει και τελειώνει στους τέσσερις τοίχους του εργαστηρίου.. Κι ίσως δεν έχει διαφορά ούτε από μένα, που κάθε μέρα μιλάω με τους ίδιους ανθρώπους, κάθομαι στο ίδιο γραφείο, διαβάζω τις ίδιες εφημερίδες, βλέπω ειδήσεις στο ίδιο κανάλι, επιλέγω να γυρίσω σπίτι από τον ίδιο δρόμο και να χαζέψω τον ίδιο γείτονα που καπνίζει με τον ίδιο τρόπο..