Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Το μάτι μου έπεσε στο στίχο του Εμπειρίκου – τον είχα σταμπάρει από πολύ παλιά
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Τον είχα επιστρατεύσει κιόλας, όταν ένιωθα την ανάγκη να αποδώσω την ευθύνη στην ποίηση
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Θυμήθηκα το τέλμα, την απραξία – το συναίσθημα του αβοήθητου
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Αναρωτήθηκα: εγώ ήμουν; Πώς έφτασα εκεί; Γιατί; Το διάλεξα; Το μεγάλωσα; Το συνέχισα; Γιατί;
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Σήκωσα το βλέμμα. Παντού μαύρα σύννεφα – σα να έκλεισε κάποιος την πόρτα του ουρανού
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπιλιάδες
Το ρολόι στις οχτώ παρά πέντε. Σκοτάδι σιγά σιγά. Από μικρός δε φοβόμουν το σκοτάδι. Μάρεσε μάλλον.
Χαίρε πού αφέθηκες να γοητευθείς απ’ τις σειρήνες
Να απόδωσα σωστά άραγε μες στο μυαλό μου τον Εμπειρίκο; Ή μήπως να τον εκμεταλλεύτηκα για να διώξω τις ενοχές.
Χαίρε που δε φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ή μήπως τελικά νάναι αυτό που μου λένε, ότι έχω άγνοια κινδύνου;