Sunday 5 August 2007

Maybe tomorrow, I'll never sing again



And you will sing
as long as there's a song
the feelings never gone
it was the first time to be in love.
Maybe tomorrow, I'll never sing again
but I'll remember when
it was the first time to be in love...

Έτρεχα, έτρεχα, ώρα πολλή. Ώσπου κάποια στιγμή μου κόπηκε η ανάσα. Ακόμα καπνίζω δύο πακέτα τη μέρα, βλέπεις. Κι ακούμπησα πάνω σε ένα στύλο με μια αφίσα που ανήγγειλε την Έφη Θώδη στο πανηγύρι της τοπικής ενορίας για το Δεκαπενταύγουστο. Έκαιγε ο ήλιος. Ψυχή στο δρόμο. Να ήσουν εσύ όντως άραγε ή τζάμπα τόσο τρέξιμο; Κι αν ήσουν εσύ, αδυνάτισες τελικά που έλεγες ότι δεν μπορούσες κι όλες οι δίαιτες ήταν για τον πούτσο. Αλλά κι αν δεν ήσουν εσύ; Αν δεν ήσουν εσύ, τελικά πρέπει να είμαι όντως παρανοϊκός, όπως λέει ο Αντώνης. Εσύ ήσουν, δεν γίνεται να έκανα τόσο λάθος. Βέβαια έχω να σε δω κι ένα χρόνο κοντά. Από το περσινό καλοκαίρι. Στην κηδεία του αδερφού της Ιουλίας. Στην Παιανία, θυμάσαι; Δεν μου είχες μιλήσει στην αρχή. Αλλά κηδεία ήταν, όσο να πεις, τουλάχιστον για δυο – τρεις ώρες ήμασταν και οι δύο επηρεασμένοι από όλες αυτές τις σκέψεις περί ματαιότητας της ζωής και ούτω καθεξής. Σου πήγαιναν τα μαύρα. Αν και το θεώρησα υπερβολή να φοράς μαύρα με τέτοιο ήλιο. Άλλωστε από εμένα την είχες γνωρίσει την Ιουλία και τον αδερφό της άντε να τον είχες δει κανα δυο φορές σε γιορτές και γενέθλια. Μου είχε φανεί τόσο μεταφυσικό που ήρθες και μου μίλησες πάνω από τον τάφο του Χατζιδάκι. Ίσως επειδή ο αγαπημένος μας δίσκος ήταν το “Reflections”. Ήμουν σίγουρος τότε ότι εσύ δεν το έβλεπες έτσι, ως κάτι μοιραίο. Άλλωστε, όλα όσα συνέβαιναν στη ζωή σου θεωρούσες ότι τα καθόριζε η τύχη. Κι εγώ έμεινα να κοιτάω το μάρμαρο στον τάφο του Χατζιδάκι. 1925 – 1994. Και να αναρωτιέμαι αν η Παιανία έχει κάποιον άλλο λόγο ύπαρξης εκτός από τους ελαιώνες και τον τάφο του Χατζιδάκι. Και να θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι στην Περίσσα που η Ιουλία είχε φέρει τον αδερφό της «επειδή μόλις τον έχει χωρίσει η κοπέλα του και δεν έχει που να πάει». Σε κοιτούσα να απομακρύνεσαι και ήταν σα να συνειδητοποίησα, ένα χρόνο μετά, ότι δεν υπάρχεις στη ζωή μου. Ότι δεν εξαρτάται τίποτα πλέον στη ζωή μου από εσένα. Γιατί, ξέρεις, το μυαλό δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα. Ακόμα κι αν είχες φύγει τόσο καιρό, σε συντηρούσε μέσα μου η σκέψη. Αρκούσε μια στιγμή, πάνω από ένα λευκό μάρμαρο, δίπλα σε αναφιλητά και κατάρες στη ζωή που είναι άδικη, για να καταλάβω ότι δεν υπάρχεις. Ότι ούτε εγώ μπορώ πλέον να επηρεάσω σε τίποτα τη ζωή σου, ούτε εσύ τη δική μου. Ότι δεν υπάρχεις μες στην πραγματικότητά μου. Η εικόνα της πλάτης σου να απομακρύνεται. Αυτό μου έχει μείνει από τότε. Ούτε καν η μάνα της Ιουλίας που λιποθύμησε στον καφέ. Η εικόνα της πλάτης σου, το λευκό μάρμαρο και το Dedication.

1 comment:

Anonymous said...

Ήπια, ήπια, ήπια όλο το γάλα του κόσμου. Ξύπνησα και διψούσα, τι να κανα. ‘Άνοιξα το ψυγείο και το είδα εκεί να με περιμένει, λευκό και πλήρες, όντως- ήταν και νερό δίπλα, αλλά μπα…Βαρετό φαινόταν. Ενώ το γάλα! Και ξεδίψασα, χόρτασα, χάρηκα. Και ξεκίνησα τη μέρα μου γεμάτη έτσι απλά και κανείς δίπλα μου στο μετρό δεν το ξέρει, γιατί και να το ξερε, σιγά το νέο. Αλλά είναι. Γιατί ακόμα μου έχει μείνει η ικανοποίηση στο στόμα, και στη διάθεση. Όπως και με τη δική σου γεύση και όψη και ομορφιά και αίσθηση και μυρωδιά. Με γεμίζει, με χορταίνει, μετά δεν σκέφτομαι τίποτ’ άλλο, μετά δεν θέλω τίποτ άλλο. Έτσι απλά. Ούτε και τώρα θέλω κάποιον άλλον. Αλλά ούτε εσύ εμένα. Δεν πειράζει. Έχω καταχωνιάσει κάπου βαθιά μέσα μου τη επιθυμία μου για σένα και είμαι ήρεμη, σε βλέπω πια μόνο σαν εικόνα από περιοδικό, δεν υπάρχεις. Κοίτα, τι όμορφος, τι όμορφη, τι όμορφα- έλα μωρέ, αυτά δεν γίνονται κανονικά, μόνο στα ψέματα. Δεν βαριέσαι, καλά είμαστε κι εμείς.

Αλλά να, χτες που συναντηθήκαμε θυμήθηκα ότι υπάρχεις ρε γαμώτο, υπάρχεις, κι έχεις αυτό το βλέμμα, αυτά τα δάχτυλα, κι όταν είσαι αμήχανος σχηματίζεις αυτές τις γραμμές στο λαιμό. Υπάρχεις. Και πίνεις ποτά, μιλάς με τους φίλους σου από πάντα, κουράζεσαι στη δουλειά, γελάς, λες και είσαι κανονικός, μιλάς για ταινίες που είδες, για διακοπές που θα πας, κοιτάς γκόμενες που περνάνε. Και κοιτάς κι εμένα λες και κοιτάς απλά κάποιον που έτυχε να δεις δίπλα σου. Ίσως γιατί έτσι είναι. Δεν πειράζει. Σε λίγο θα γίνεις πάλι εικόνα και θα σε ξαναβάλω κάπου που να μη φαίνεσαι και θα ξαναγίνω ευτυχισμένη και θα μιλάω μόνο για χαρές που ακόμα δεν έχω ζήσει και για σχέσεις που θα ρθουν.

Το μόνο που δεν ξέρεις είναι ότι καμία από όλες αυτές τις γυναίκες που θα εμφανιστούν στη ζωή σου δεν θα γεμίζει τόσο από την εικόνα του δαχτύλου σου πάνω στο τραπέζι, καμία δεν θα σκέφτεται ξαπλωμένη μόνη της σε τι χρώμα σεντόνια να κοιμάσαι για την πάρει ο ύπνος, καμία δεν θα ξεδιψάει με τη γεύση σου όταν θα σαι μακριά της.

Αλλά μπορεί κάποια από αυτές να χει το θάρρος να ρθει να σου πει- ίσως και χωρίς καν να το σκεφτεί- ότι της αρέσεις. Κι να γίνετε ευτυχισμένοι. Έτσι απλά.

Ah bon.